- λέκτης
- λέκτης, ὁ (Α) [λέγω]ομιλητής, αγορητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέκται — λέκτης speaker masc nom/voc pl λέκτᾱͅ , λέκτης speaker masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτέων — λέκτης speaker masc gen pl (epic ionic) λεκτέος to be said masc/neut gen pl λεκτός gathered masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκτῶν — λέκτης speaker masc gen pl λεκτός gathered fem gen pl λεκτός gathered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκτη — λέκτης speaker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) … Dictionary of Greek
θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] … Dictionary of Greek
μυστολέκτης — μυστολέκτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατέχει και αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + λέκτης (< λέγω), πρβλ. ναο λέκτης, χορο λέκτης] … Dictionary of Greek
κοκκολέκτης — κοκκολέκτης, ὁ (Α) αυτός που συλλέγει τους κόκκους τών δημητριακών οι οποίοι απομένουν στη γη μετά τη συγκομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + λέκτης (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. επι λέκτης] … Dictionary of Greek
πεζολέκτης — ὁ, Μ αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο λέκτης] … Dictionary of Greek
σκληρολέκτης — ὁ, Α αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός τού οποίου το λεκτικό είναι σκληρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο λέκτης] … Dictionary of Greek